Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή του έτους 1842 είχε αρχίσει να προαισθάνεται το τέλος του. Πριν το ηλιοβασίλεμα της πολυτάραχης ζωής του θέλησε να αποχαιρετήσει τα μέρη που πολέμησε, να συναντήσει για τελευταία φορά τους πιστούς συμπολεμιστές του και να συγχωρήσει όσους του έκαναν κακό. Ζώστηκε τα τιμημένα του άρματα σαν να πρόκειται να πάει ξανά να συναντήσει τους Τούρκους στη μάχη και καβάλησε με καμάρι και λεβεντιά το πανέμορφο άλογο του. Στα καπούλια έκατσε ο μικρότερος γιος του ο Πάνος. Ήταν το στερνοπαίδι του που είχε το ίδιο όνομα με τον άλλο γιο του που είχε σκοτωθεί τόσο άδικα στον εμφύλιο σπαραγμό.
Πραγματικά γερασμένος τότε ο Κολοκοτρώνης αλλά ακόμα ακμαίος, ξεκίνησε για το Μοριά. Η διέλευση του από κάθε χωριό ή πόλη θύμιζε γιορτή. Οι κουμπουριές βροντούσαν, οι καπνοί από τα κανόνια μαύριζαν τον ουρανό, οι καμπάνες κτυπούσαν ασταμάτητα ενώ τα δημοτικά τραγούδια και ο χορός έδιναν και έπαιρναν. Πέρασε από την Τριπολιτσά και σταμάτησε ευλαβικά κάνοντας τον σταυρό του μπροστά από το ξερό κούτσουρο που είχε απομείνει από τον μεγάλο πλάτανο όπου κάποτε κρεμούσαν οι Τούρκοι τους αγωνιστές της ελευθερίας. Όλοι τότε θυμήθηκαν τα λόγια που είχε πει μπαίνοντας νικητής με την άλωση της Τριπλιτσάς: «Πόσοι από το Έθνος μου και τη φαμίλια μου έχουν κρεμαστεί εδώ!» και αμέσως μετά είχε δώσει τη διαταγή: «Κόψτε το! Δεν χρειάζεται πια! Οι Τούρκοι δεν θα μπορέσουν να ξανακρεμάσουν κανένα!». Στη συνέχεια, πέρασε από το Δελβενάκι, εκεί όπου η ευφυΐα, ο στρατηγικός του νους και η τόλμη του διέσωσαν τον Αγώνα καταστρέφοντας την πανίσχυρη Στρατιά του Σερασκέρη, δηλαδή του Αρχιστρατήγου Μαχμούτ Πασά, που τον αποκαλούσαν Δράμαλη επειδή είχε γεννηθεί στη Δράμα. Στο Βαλτέτσι σταματώντας λίγο «να ξαποστάσει», ξαναθυμήθηκε τη φονική μάχη άλλά και τη περήφανη νίκη που στεφάνωσε τα Ελληνικά όπλα.
Αφού